- ανάδεσμος
- ανάδεσμος, ο και ανάδημα, το και ανάδεμα, τοταινία για το δέσιμο των μαλλιών των γυναικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνάδεσμος — bandage masc nom sg ἀναδέσμη band for women s hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμου — ἀνάδεσμος bandage masc gen sg ἀναδέσμη band for women s hair masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμῳ — ἀνάδεσμος bandage masc dat sg ἀναδέσμη band for women s hair masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδεσμον — ἀνάδεσμος bandage masc acc sg ἀναδέσμη band for women s hair masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέκτης — ο [ανέχω] 1. ανάδεσμος, κάθε όργανο πού στηρίζει από επάνω κάποιο αντικείμενο 2. Ναυτ. γουρδέλι, κορδέλι … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
μιτρανάδεσμος — μιτρανάδεσμος, ὁ (Μ) διάδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + ἀνάδεσμος «κορδέλα που συγκρατεί τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek
ανάδημα — το, ατος βλ. αναδεσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)